- ακοστάρισμα
- το (ακοστάρω) Ναυτ.πλεύρισμα ή πλησίασμα πλοίου στην αποβάθρα, την προκυμαία, τήν ακτή κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακοστάρω — (για πλοία και βάρκες) πλευρίζω στην παραλία, την αποβάθρα ή σε άλλο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. accostare «πλησιάζω, προσεγγίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. ακοστάρισμα, ακοστάριστος] … Dictionary of Greek
κοστάρισμα — το [κοσταρίζω] (για πλοία) ακοστάρισμα, προσέγγιση, προσόρμηση … Dictionary of Greek